- ἐπιδεδανεικότων
- ἐπιδανείζωlend money on property already mortgagedperf part act masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδανείζω — ἐπιδανείζω (Α) δανείζω χρήματα ενυποθηκεύοντας κτήμα («μετοίκων δέ τινων ἐπιδεδανεικότων ἐπὶ κτήμασιν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek